- σιμῷ
- σῑμῷ , σιμόςsnub-nosedmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιμώ — όω, ΝΜΑ [σιμός] 1. καθιστώ σιμή τη μύτη μου, ζαρώνω τη μύτη μου νεοελλ. συμπιέζω κάτι, το πλακουτσώνω μσν. αρχ. περιφρονώ, χλευάζω αρχ. 1. κυρτώνω προς τα επάνω κάτι («σιμοῡν τὸν αὐχένα», Αχιλλ. Τάτ.) 2. παθ. σιμοῡμαι, όομαι είμαι ή γίνομαι… … Dictionary of Greek
Σίμῳ — Σί̱μῳ , Σῖμος Flat nose masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισιμώ — ἐπισιμῶ, όω (Α) 1. κυρτώνω, καμπυλώνω 2. στρέφω την πορεία μου προς τα πλάγια («ὁ δ’ ‘Αγησίλαος ἰδών ταῡτα πρὸς ἐκείνους μὲν οὐκ ἦγεν ἐπισιμώσας δὲ πρὸς τὴν πόλιν ᾔει», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σιμώ (< σιμός) «ζαρώνω τη μύτη μου κάμπτω»] … Dictionary of Greek
σίμωμα — το, ΝΑ [σιμῶ / ώνω] νεοελλ. το πλησίασμα, η προσέγγιση αρχ. το να είναι κάτι σιμό, καμπύλο … Dictionary of Greek
σίμωση — η / σίμωσις, ώσεως, ΝΑ [σιμῶ] 1. το να είναι η μύτη σιμή, πλακουτσωτή 2. (γενικά) η προς τα επάνω κλίση ενός πράγματος … Dictionary of Greek
καταρασίμῳ — καταρᾱσίμῳ , καταράσιμος accursed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)